φιλήτωρ

φιλήτωρ
φῐλ-ήτωρ, ορος, ,
A lover ([place name] Cretan), Str.10.4.21, Hsch.
2 as fem., ἡ δὲ . . κεῖται φ. τοῦδε here lies his paramour, A.Ag.1446 (τῷδε Sch., who derives φιλήτωρ from ἦτορ (cf. μεγαλήτωρ), the one dear to his heart, his darling).
II as Adj., loving, ἀγοστός, κόλπος, Nonn.D.3.398, 21.27.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλήτωρ — lover masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλήτωρ — ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ το θηλ. η αγαπητή τής καρδιάς ενός προσώπου, η αγαπημένη αρχ. 1. αγαπητικός, εραστής·2. (με σημ. επιθ.) αγαπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλῶ «αγαπώ» + κατάλ. τωρ (πρβλ. κοσμή τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • φιλήτορα — φιλήτωρ lover masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλήτορας — φιλήτωρ lover masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλήτορι — φιλήτωρ lover masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλήτορος — φιλήτωρ lover masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПЕДЕРАСТИЯ —    • Παιδεραστία,          любовь к мальчикам, явление в своем чистом виде столь же безупречное и нравственное, сколько в своем извращении безнравственное и порочное; в греческой жизни, соответственно особенностям разных племен, оно принимало… …   Реальный словарь классических древностей

  • КРИТ —    • Creta,          Κρήτη, у греков еще н. Крити, по турецки Кирид или Кандиа, самый большой греческий остров, к югу от Кикладских островов, простирается с запада на восток в длину на 35 миль, а ширина меняется от 6 до 2 миль; поверхность его… …   Реальный словарь классических древностей

  • ήτορ — ἦτορ, το (Α) (επικ. και λυρ. λέξη στον Όμηρο μόνο σε ονομ. και αιτ. η δοτ. ἤτορι μόνο στον Σιμων.) 1. η καρδιά α) ως μέλος τού ανθρώπινου σώματος («στήθεσι πάλλεται ἦτορ», Ομ. Ιλ.) β) ως έδρα τής ψυχής, τής ζωής, η ζωή («μή πως φίλον ἦτορ… …   Dictionary of Greek

  • ευνοήτωρ — εὐνοήτωρ, ὁ (Μ) αυτός που σκέπτεται καλά για κάποιον, που ευνοεί κάποιον, που είναι φίλος ή θαυμαστής κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευνοώ + κατάλ. τωρ (πρβλ. νικώ / νικήτωρ, φιλώ / φιλήτωρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”